- λογισθείσας
- λογισθείσᾱς , λογίζομαιcountaor part mp fem acc plλογισθείσᾱς , λογίζομαιcountaor part mp fem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.